- παρεξίστημι
- Α1. μετακινώ, βγάζω κάτι από την θέση του2. παθ. α) βγαίνω από την θέση μουβ) υφίσταμαι μεταβολή, μεταβάλλομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐξίστημι «μετακινώ κάτι από τη θέση του, μεταβάλλω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek